- ενετήρ
- (-ήρος) ο1) мед. клизма; 2) тех маслёнка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐνετήρ — clyster syringe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρα — ἐνετήρ clyster syringe masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρας — ἐνετήρ clyster syringe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρι — ἐνετήρ clyster syringe masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρος — ἐνετήρ clyster syringe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρσι — ἐνετήρ clyster syringe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρσιν — ἐνετήρ clyster syringe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετήρων — ἐνετήρ clyster syringe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενετήρας — ο (Α ἐνετήρ) [ενίημι] νεοελλ. δοχείο λαδιού με μακρύ ράμφος για λίπανση μηχανής, λαδωτήρι αρχ. 1. ο σωλήνας τού κλυστηριού*, κλυστήρας* 2. βλητική πολιορκητική μηχανή … Dictionary of Greek